- εξαρύω
- ἐξαρύω (Α) [αρύω]1. πιέζω, εκθλίβω, συνθλίβω2. αντλώ από κάπου, βγάζω με άντληση («θεῑον ποτὸν ἐξαρύων», Ορφ.)3. αποστερώ τελείως, αποξηραίνω4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαρ(υ)όμεναιἐξ ἀγκῶνος φλεβοτομούμεναι».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… … Dictionary of Greek